τελεσσίγαμος

τελεσσίγαμος
και μτγν
επικ. τ. τελεσίγαμος, -ον, ΜΑ
(επικ. τ.) αυτός που τελεί, που ευλογεί γάμο («τελεσσιγάμου Πειθοῡς», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- τού τέλος* + γάμος (πρβλ. νυκτί-γαμος), με διπλασιασμό τού -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τελεσσιγάμοιο — τελεσσίγαμος perfecting masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεσσιγάμοισιν — τελεσσίγαμος perfecting masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεσσιγάμου — τελεσσίγαμος perfecting masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεσσιγάμων — τελεσσίγαμος perfecting masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεσσιγάμῳ — τελεσσίγαμος perfecting masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

  • τελεσίγαμος — ον, Α αμάρτυρος τ. τού επικ. τ. τελεσσίγαμος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”