τελεσσιγάμοιο — τελεσσίγαμος perfecting masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσσιγάμοισιν — τελεσσίγαμος perfecting masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσσιγάμου — τελεσσίγαμος perfecting masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσσιγάμων — τελεσσίγαμος perfecting masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσσιγάμῳ — τελεσσίγαμος perfecting masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
τελεσίγαμος — ον, Α αμάρτυρος τ. τού επικ. τ. τελεσσίγαμος* … Dictionary of Greek